- αυστραλιανός
- -ή, -όβλ. αυστραλιακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυστραλιανός — αυστραλιανός, ή, ό και αυστραλέζικος, η, ο αυτός που έχει να κάνει με την Αυστραλία: Το αυστραλιανό μαλλί είναι περιζήτητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυστραλιακός — και αὐστραλιανός, ή, ό(ν) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αυστραλία ή έχει σχέση μ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. αυστραλιακός < Αυστραλία. Η λ. αυστραλιακός μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη. Ο τ. αυστραλιανός αποτελεί μεταφορά στα… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek